συμφωνία

συμφωνία
η
1) согласие; согласованность; гармония;

αμοιβαία συμφωνία — взаимное согласие;

σε ( — или εν) συμφωνία — согласованно;

2) договорённость, уговор; договор, соглашение; сделка; контракт; пакт; конвенция;

διμερής συμφωνία — двустороннее соглашение;

καταλήγω σε συμφωνία — приходить к соглашению, достигать соглашения;

κάνω (κλείνω — или συνωμολογώ) συμφωνία με τούς εξης όρους — заключить договор, контракт, сделку на следующих условиях;

παραβιάζω ( — или παραβαίνω) τη συμφωνία — нарушать договор, соглашение;

3) сходство, соответствие;

συμφωνία χαρακτήρων — сходство характеров;

4) условие;

με τη συμφωνία ότι ( — или να)... — с условием, что...;

5) грам, согласование;

συμφωνία των χρόνων των ρημάτων — согласование времён;

6) муз. симфония

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "συμφωνία" в других словарях:

  • συμφωνία — συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc/acc dual συμφωνίᾱ , συμφωνία concord fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — η 1. σύμπτωση απόψεων και αντιλήψεων: Οιδιαπραγματεύσεις δεν κατέληξαν σε συμφωνία. – Σφράγισαν τη συμφωνία με μια θερμή χειραψία. 2. ομοιότητα ιδιοτήτων: Συμφωνία χαρακτήρων. 3. είδος μουσικής σύνθεσης: Η κρατική ορχήστρα θα εκτελέσει απόψε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμφωνίᾳ — συμφωνίαι , συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνίας — συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem acc pl συμφωνίᾱς , συμφωνία concord fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνίαι — συμφωνία concord fem nom/voc pl συμφωνίᾱͅ , συμφωνία concord fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμφωνίαν — συμφωνίᾱν , συμφωνία concord fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακωχή — Συμφωνία στρατιωτικού χαρακτήρα με την οποία οι ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές των εμπόλεμων δυνάμεων αποφασίζουν την κατάπαυση των πολεμικών επιχειρήσεων, για ορισμένο χρονικό διάστημα ή επ’ αόριστον. Η κατάπαυση αυτή των επιχειρήσεων μπορεί να …   Dictionary of Greek

  • συμφωνιῶν — συμφωνία concord fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»